- κατακόβω
- και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω)1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.)2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.)νεοελλ.μέσ. κατακόβομαι και κατακόπτομαιεξαντλούμαι από την κούραση, κουράζομαι πάρα πολύ («κατακόπηκα στη δουλειά όλη τη μέρα»)νεοελλ.-μσν.καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («κατακόπηκε για να μέ βοηθήσει»)μσν.1. βασανίζω2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατακομμένος, -η, -ονα) πληγωμένοςβ) θλιμμένοςμσν.-αρχ.1. καταστρέφω, εξολοθρεύω («τὴν μόραν κατέκοψεν», Δημοσθ.)2. δέρνω, χτυπώ («κράζων και κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις», ΚΔ)3. θρηνώ, υποφέρω, βασανίζομαιαρχ.1. δενδροτομώ2. καταπονώ, κατακουράζω («ὅπως μὴ κατακόπτωσι τοὺς ἵππους οἱ τελευταῑοι τὸν ἡγεμόνα διώκοντες», Ξεν.)3. ενοχλώ με λόγια4. κόβω σε νόμισμα («ἐπεὰν δὲ δεηθῇ χρημάτων, κατακόπτει τοσοῡτο, ὅσου ἂν ἑκάστοτε δέηται», Ηρόδ.)5. φρ. «λέξις κατακεκομμένη» — λόγος που αποτελείται από μικρά κώλα ή μικρές προτάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.